- ἁλίχλαινος
- ἁλί-χλαινος, ον,A purple-clad, Nonn.D.20.105.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αλίχλαινος — ἁλίχλαινος, ον (Α) ντυμένος με πορφύρα, με πορφυρή χλαίνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι * (< ἅλς) + χλαινος < χλαῖνα] … Dictionary of Greek
ἁλιχλαίνου — ἁλίχλαινος purple clad masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁλιχλαίνων — ἁλίχλαινος purple clad masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλι- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα, που προέρχεται ετυμολογικά από το ουσ. ἅλς* (I), (II) «θάλασσα, αλάτι». Το ἁλι ως α συνθετικό σημαίνει συνήθως «θάλασσα» και σπανιότερα «αλάτι». Στα νέα Ελληνικά απαντά… … Dictionary of Greek